- οστρεοκομία
- ηοστρεοκαλλιέργεια, οστρεοτροφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οστρεοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οστρεοκόμος — ο αυτός που ασχολείται με την οστρεοκομία, εκτροφέας οστρέων, οστρεοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] … Dictionary of Greek
οστρεοτροφία — η οστρεοκομία, κλάδος τής ζωοτεχνίας που ασχολείται με την παραγωγή τών οστρέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < όστρεον «στρείδι» + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Δ. Σταματιάδη, ενώ η λ. οστρεοτρόφος* είναι μεταγενέστερη] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek